- δηλῶσιν
- δηλόωmake visiblepres subj mp 2nd sg (epic)δηλόωmake visiblepres subj act 3rd plδηλόωmake visiblepres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δήλωσιν — δήλωσις pointing out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANTABRUM — memoratum Surio, Tom. 3. ubi de Eutyche, Victorino et Marone Martyribus; teste Hadi. Turnebô, Adversar l. 15. c. 16. ex Apicio et Caelio, furfur fuit, fossorum cibus apnd Romanos, quod infimum servorum genus erat. Unde Galenus in Dynamidiis et… … Hofmann J. Lexicon universale
VESPERA — Graece ὀψία, apud Hebraeos (quibus initium diei erat, nocte secundum Rituale praecedente propter mysterium, seu δήλωσιν πνεύματος, cum alias non prima Vespera primo mane, sed hoc illâ antiquius esset, qua de re vide Burmannum, Synopsi Theol.… … Hofmann J. Lexicon universale
δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
σωματοειδής — ές, ΜΑ 1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῑ σωματοειδῆ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῑον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek